- τετράκναμος
- τετράκνᾱμος1 with four spokes τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν (of the wheel to which Ixion was bound.) P. 2.40 ποικίλαν ἴυγγα τετράκναμον ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ (pr. to the four spokes) P. 4.214
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τετράκναμον — τετράκνᾱμον , τετράκναμος fourspoked masc/fem acc sg τετράκνᾱμον , τετράκναμος fourspoked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράκνημος — και δωρ. τ. τετράκναμος, ον, Α (για τροχό) αυτός που έχει τέσσερεις ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. ὀκτά κνημος] … Dictionary of Greek